- ιερακοτρόφος
- οπου τρέφει και γυμνάζει γεράκια, ο γερακάρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιερακοτρόφος — ο (ΑΜ ἱερακοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει γεράκια (νεοελλ. μσν.) το αρσ. ως ουσ. ο ιερακοτρόφος ο γερακάρης, αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια αρχ. ως ουσ. ο μαθητής τού Ιέρακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + τροφος < τρέφω (πρβλ. βοο… … Dictionary of Greek
ἱερακοτρόφον — ἱερακοτρόφος pupil of Hierax masc/fem acc sg ἱερακοτρόφος pupil of Hierax neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… … Dictionary of Greek
ιερακοτροφία — ἡ διατροφή και εκγύμναση κυνηγετικών γερακιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερακοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Ελ. Ραφαήλ] … Dictionary of Greek
Κασσιανός — I Επώνυμο λογίων της βυζαντινής εποχής. 1. Ιωάννης (τέλη 4ου – αρχές 5ου αι.). Μοναχός και συγγραφέας. Καταγόταν από τη Σκυθία, ή, σύμφωνα με άλλους ερευνητές, από τη νότια Γαλλία. Αρχικά μόνασε στο μοναστήρι της Βηθλεέμ. Το 404 χειροτονήθηκε… … Dictionary of Greek